- σκαλαθυρμάτιον
- σκᾰλᾰθυρμάτιον, τό, Dim. of [full] σκαλάθυρμα (cited in Hsch. and Phot.),A trifling subtlety or technicality, petty quibble, Ar.Nu.630.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκαλαθυρμάτιον — τὸ, Α [σκαλάθυρμα, ύρματος] (με υποκορ. σημ.) μικρή σοφιστική λεπτολογία, μικρολογία … Dictionary of Greek
σκαλαθυρμάτια — σκαλαθυρμάτιον trifling subtlety neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλαθυρμάτι' — σκαλαθυρμάτια , σκαλαθυρμάτιον trifling subtlety neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)